- ὑποσαρκίδιος,
- ὑπο-σαρκίδιος, u. ὑπο-σάρκιος, unter dem Fleische befindlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὑποσαρκίδιος — under the flesh masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσαρκίδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός + κατάλ. ίδιος (πρβλ. περικνημ ίδιος)] … Dictionary of Greek
ὑποσαρκίδιον — ὑποσαρκίδιος under the flesh masc/fem acc sg ὑποσαρκίδιος under the flesh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσαρκιδίους — ὑποσαρκίδιος under the flesh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσάρκιος — ον, Α ὑποσαρκίδίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek